- δερματοειδής
- (-ούς), -έςαυτός που μοιάζει στην εμφάνιση ή την υφή με δέρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξ. Λάνδερερ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δερμοειδής — ές ο δερματοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] … Dictionary of Greek